- μπεσαλής
- οπληθ. -ήδες, θηλ. -ού (λ. αλβαν.), άνθρωπος άξιος εμπιστοσύνης, έμπιστος, τίμιος: Οι συνεργάτες μου είναι όλοι μπεσαλήδες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μπεσαλής — θηλ. ού και ίδισσα άνθρωπος που έχει μπέσα, άνθρωπος ο οποίος είναι άξιος εμπιστοσύνης, πιστός στον λόγο του, ευθύς, ντόμπρος («μού αρκεί ο λόγος σου, γιατί είσαι μπεσαλής»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μπέσα + κατάλ. λής (πρβλ. παρα λής)] … Dictionary of Greek
μάγκας — ο, θηλ. μάγκισσα 1. (το αρσ.) (κατά την τουρκοκρατία και κατά την επανάσταση τού 1821) άτακτος στρατιώτης που ανήκε σε μια μάγκα 2. (στο παρελθόν) νέος χωρίς βιοποριστικό επάγγελμα που περιφερόταν στους δρόμους και ζούσε από θελήματα ή και… … Dictionary of Greek
μπεσαλίδικος — η, ο [μπεσαλής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μπεσαλή, τίμιος, έμπιστος. επίρρ... μπεσαλίδικα με μπεσαλίδικο τρόπο … Dictionary of Greek
μπεσαλίκι — το 1. η ιδιότητα τού μπεσαλή 2. διαγωγή και πράξη μπεσαλή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπεσαλής + λίκι*] … Dictionary of Greek